μυάκανθος

μυάκανθος
μυάκανθος
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μυάκανθος — μυάκανθος, ὁ (Α) το φυτό ασπάραγος ο πετραίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + ἄκανθος (πρβλ. λευκ άκανθος, μυρτ άκανθος), επειδή τα φύλλα τού φυτού μοιάζουν με αφτιά ποντικού] …   Dictionary of Greek

  • μυακάνθου — μυάκανθος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυάκανθα — και μυακάνθη, ἡ (Μ) ο μυάκανθος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μυάκανθος, με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • μυακάνθιον — μυακάνθιον, τὸ (Α) [μυάκανθος] ο μυάκανθος, ο ασπάραγος …   Dictionary of Greek

  • μυακάνθινος — μυακάνθινος, ίνη, ον (Α) [μυάκανθος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μυάκανθο, τον ασπάραγο …   Dictionary of Greek

  • μυς — Βλ. λ. μύες. * * * (I) ο (ΑΜ μῡς, υός, Α σπαν. και ως θηλ.) 1. ονομασία τρωκτικών θηλαστικών, ποντίκι, ποντικός (α. «μῡς ἀρουραῑος» ο ποντικός τών αγρών, ο αρουραίος β. «οἱ δὲ τῶν Περσών μάγοι τοὺς μῡς ἀπεκτίννυσαν», Πλούτ.) 2. ανατ. ο μυς τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”